ψηλομύτης

ψηλομύτης
[псиломитис] εκ. надменный, высокомерный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψηλομύτης" в других словарях:

  • ψηλομύτης — α, ικο, Ν μτφ. ακατάδεχτος, περηφήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + μύτης (< μύτη), πρβλ. φαρμακο μύτης] …   Dictionary of Greek

  • ακατάδεκτος — η, ο και ακατάδεχτος (Μ ἀκατάδεκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης μσν. ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καταδέχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία] …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • ψώνιο — και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν 1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια») 2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος 3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

  • υπερόπτης — ο αλαζόνας, αγέρωχος, ακατάδεχτος, ψηλομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψηλόφρονας — ο 1. αυτός που έχει υψηλά φρονήματα, γενναιόφρονας, μεγαλόψυχος. 2. περήφανος, αγέρωχος, αλαζόνας, ψηλομύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»